- κυβεύομαι
- κυβεύωplay at dicepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακυβεύομαι — (Μ) μεταβάλλομαι, μεταπίπτω κατά τύχη ή κατά τις περιστάσεις («ὡς οὖν καθαρῶς εἰς Δούκαν ἡ βασιλεία μετεκυβεύετο», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κυβεύομαι «ρίχνω τα ζάρια»] … Dictionary of Greek